align box

Oct 20, 2012

Remember me as a time of day

"I've heard that there's a kind of bird without legs that can only fly and fly, and sleep in the wind when it is tired. The bird only lands once in its life... that's when it dies." 

 - What day's today? 
 - 16th. 
 - 16th... April the 16th. At one minute before 3pm on April the 16th, 1960, you're together with me. Because of you, I'll remember that one minute. From now on, we're friends for one minute. This is a fact, you can't deny. It's done.

    


I always thought one minute flies by. But sometimes it really lingers on. Once, a person pointed at his watch and said to me, that because of that minute, he'd always remember me. It was so charming listening to that. But now I look at my watch and tell myself that I have to forget this man starting this very minute. 

"I used to think there was a kind of bird that, once born, would keep flying until death. The fact is that the bird hasn't gone anywhere. It was dead from the beginning."

Days of being wild

Oct 6, 2012

Lets have a dream which isn't under control


Let's suppose you were able every night to dream any dream you wanted to dream, and that you could for example have the power within one night to dream 75 years of time, or any length of time you wanted to have.

And you would naturally as you began on this adventure of dreams, you would fulfill all your wishes.
You would have every kind of pleasure you could concieve.

And after several nights of 75 years of total pleasure each, you would say:
 "well, that was pretty great, but now lets umm, lets have a surprise."

Lets have a dream which isn't under control.
Where something is going to happen to me that I don't know what it's going to be. And you would dig that and come out of that and say:
"wow that was a close shave, wasn't it?"

And then you would get more and more adventurous and you would make further and further gambles as to what you would dream, and finally you would dream where you are now.

You would dream the dream of living the life that you are actually living today.

Alan Watts - The Nature of Consciousness 


Oct 3, 2012

These hands could've moved mountains

Please believe
In labor and hope and joy
'Cause like a little boy I have destroyed.., hope and joy
And lately I dream about angels with molotovs
And nightly they fist me wrists like tender trucks

The community is sick
And the community is blind
And it's colder than Poland
And the sun is not shining here
And we're tangled in the shit of each other's ruined affairs

Half of us are faking
And the other half is tired and scared

Aug 16, 2012

Όμως τ’ αφήσαμε για αύριο… Για να πάμε που;



Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται. Άπαξ, που λένε. Σαν μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον μ'αυτήν την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναυπάρξουμε ποτέ.

"Κι εμείς τι την κάνουμε ρε, αντί να την ζήσουμε; Τι την κάνουμε;"

Την σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την. Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις. Μα αφού είναι οργανωμένες πως είναι σχέσεις;

Σχέση, σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος. Πως να οργανώσεις τα συναισθήματα;

Έτσι, με αυτήν την παλιοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες μας σαν να είναι βάρος. Και μας είναι βάρος. Γιατί δεν ζούμε, κατάλαβες;

Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο και πάλι φτου κι απ΄ την αρχή. Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών. Σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας. Μέσα στις σπηλιές του είναι μας. Στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας. Και τις μπαζώνουμαι με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν αξίες, σαν ανάγκες, σαν ηθική, σαν πολιτισμό.

Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών. Αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα. Να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας. Να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος. Να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας.

Όλα, όλα τα αφήσαμε για το αύριο που δε θα 'ρθει ποτέ.. Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα. Όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για μας.

Όμως τ’ αφήσαμε για αύριο… Για να πάμε που;

Aφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά στο θάνατο. Κι εμείς οι μαλάκες αντί να κλαίμε το δειλινό γιατί χάθηκε άλλη μια μέρα από τη ζωή μας, χαιρόμαστε. Ξέρεις γιατί;
Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια. Μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας. Την καταντήσαμε ένα καθημερινό χωρίς καμιά ελπίδα ανάστασης θάνατο…

Διότι αυτός είναι ο θάνατος.

Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμένουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση. Είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές στις οποίες αν εδώ σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δεν δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη κι ομορφιά.

Όπως η Μαρία, που φούνταρε προχτές από την ταράτσα για να μην πεθάνει. Ήρθανε να την πάρουνε. Και η Μαρία, είπε το όχι με τον πιο αμετάκλητο τρόπο. Πήγαμε στην κηδεία της κι εκεί άκουσα τον παπά να λέει:

«Χους ει και εις χουν απελεύσει…»

Και τότε κατάλαβα πως η Μαρία σώθηκε. Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη την μορφή ζωής θα γίνουν πανσέδες. Δέντρα. Πουλιά. Ποτάμια...




Χρόνης Μίσσιος

May 26, 2012

Το μέλλον είναι τώρα.

Η κοινωνία δεν είναι μονάχα το σύνολον, αλλά και το άτομον. Ας χαράξει λοιπόν ο καθένας τον προσωπικό του δρόμο, και κει ν' ανταμώσουμε, στη ζωή, όχι στο μέλλον. Γιατί το μέλλον δεν είναι οι ανθρώπινες δεκαετίες, αλλά η κάθε στιγμή που περνά. κι ο χρόνος είναι τόσο πυκνός όσο η ανάσα, η μέρα μια αιωνιότητα - αν καταφέρεις να ζεις για το παρόν και όχι για το μέλλον.

Αν μπορούσαμε να ξέρουμε το μέλλον, τι νοστιμιά θα είχε η ζωή; Ο άνθρωπος είναι ευλογημένος να μη γνωρίζει το μέλλον, για να χαίρεται το παρόν - άλλο αν ο λευκός άνθρωπος το γύρισε ανάποδα: να βασανίζεται στο παρόν, εν ονόματι ενός μέλλοντος που δε γνωρίζει.
Το μέλλον είναι τώρα.







Οι επαναστάσεις, μεσιέ, δε γίνονται με μοιρογνωμόνιο, γίνονται με όνειρα, με την εκρηκτική απελευθέρωση του έρωτα και την αποδιοργάνωση της τάξης. Είναι ένα προσωπικό μονοπάτι απεξάρτησης. Πουθενά δεν υπάρχει τάξη στο σύμπαν, γιατί η τάξη σημαίνει ορισμένο μέγεθος, χώρο και χρόνο, στασιμότητα, έννοιες ανύπαρκτες για το σύμπαν 







Αποσπάσματα από "το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι" του Χ. Μίσσιου   

May 9, 2012

ΣΕΞ

Ο Σωτήρης, στο μεταξύ, περπατούσε σε μια μεγάλη αλάνα κρατώντας από το χέρι τη Φραντσέσκα (σεξ). Στα αριστερά και δεξιά του δρόμου, υπήρχαν κομμένοι κορμοί δέντρων και κάτω ο δρόμος ήταν γεμάτος πριονίδι (σεξ). Λίγο παρακάτω συναντήσανε κάποιους ξυλοκόπους, που κουβαλούσαν χαρούμενοι ξύλα τραγουδώντας το "I'm a lumberjack and I'm OK" (σεξ). Και μετά, όλο και περισσότεροι κορμοί δέντρων και άλλοι ξυλοκόποι και ακόμα περισσότερο πριονίδι (σεξ). 

Και ξαφνικά, βρέθηκαν μπροστά στο Palais de Sports του Φαλήρου, το στάδιο-παντόφλα, όπου ο Αργύρης Καμπούρης με δύο βολές στιγμάτισε (μαζί με το Τσέρνομπιλ και το "Τσάλεντζερ") μια ολόκληρη γενιά (σεξ). Οι φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους εικόνες απέκτησαν ξαφνικά νόημα όταν ο Σωτήρης σήκωσε το βλέμμα του και διάβασε τη μεγάλη ταμπέλα:

 "Σ.Ε.Ξ. - Στάδιο Ειρήνης και Ξυλείας"

Κωστάκης Ανάν
 

Mar 25, 2012

Εσύ με ποιόν είσαι;

Τα βράδια κάθομαι μέσα. Είναι πολύ καλύτερα. Έφαγα πολλές νύχτες να χαιρετάω με ευγένεια διάφορους βλάκες που κατά γενική ομολογία θα ήθελα να φτύνω. Στολισμένος, παρμουφαρισμένος, ωραιότατος. "Καλησπέρα σας", "Τι γίνεται, Αποστόλη;", "Καληνύχτα σας", "Καληνύχτα, Αποστόλη", τέτοια ωραία. Τα λεφτά ήταν το ζητούμενο και ήταν καλά, όμως αν για κάθε πόρτα αντιστοιχεί ένα δωμάτιο, για κάθε πορτιέρη αντιστοιχούν πολλοί ίδιοι, φιλικοί, άχρηστοι άνθρωποι, πολλές ίδιες, φιλικές, άχρηστες καλησπέρες. Στην αρχή είναι ωραία. Έχει πολλά ωραία κορίτσια, που δείχνουν να σε συμπαθούν, και πολλά ωραία λεφτά, που δείχνουν να σου χαμογελάνε. Μετά είνα το ίδιο. Ωραία αλλά το ίδιο.
Η βεράντα μου είναι ευάερη. Σ'αυτή την πόλη που δεν αναπνέει παρά μόνο να βήξει, μια ευάερη βεράντα είναι ευλογία. Τη στιγμή αυτή τρώω φρούτα με γιαούρτι και ψωμί, όχι γιατί είμαι οπαδός κάποιας τρομερής σούπερ υγιεινής διατροφής, αλλά γιατί αυτά είχαν ξεχαστεί στο -κατά τα άλλα- άδειο ψυγείο μου. Σχεδόν.
Είχε και ένα λεμόνι που δε χρησιμοποίησα γιατί -αν και δε μ' αρέσει να μιλάω για τον εαυτό μου- έχω γούστο. Η Γιαγιάκα παίζει χαμηλόφωνα σε μια γωνία. Δεν την κοιτάω, δε με κοιτάει. Δε μ' ενοχλεί, δεν την ενοχλώ.
Προτιμώ το σινεμά ή το θέατρο. Μπαίνεις, κάθεσαι, κοιτάς, αντιδράς, μοιράζεσαι, συμμετέχεις, φεύγεις. Ενώ με την τηλεόραση, βαράν τα τηλέφωνα, έρχεται η γκόμενα σου εκνευρισμένη, περνάνε κατι πλακατζήδες φίλοι σου, παραγγέλνεις πίτσα, πέφτουν διαφημίσεις, έρχεται ο πιτσάς, ψάχνεις λεφτά, φέρνεις ποτήρια και πιατάκια, γίνεται και έκτακτο δελτίο επειδή κάποιος τρελός έκανε κάποια μαλακία, γάμησέ τα. Τι να μοιραστείς; Τα ρέστα από την πίτσα;
Κοίταξα τριγύρω μου με περισκοπική ακρίβεια. Τίποτα. Η ώρα περνάει. Γρήγορα για μας, αργά για το σύμπαν. Εσύ με ποιόν είσαι;

Λένος Χρηστίδης - ΨΥΧ


And the way it is, I could leave it all
And I ask myself, would you care at all.

Feb 29, 2012

Ένα “φορμάτ” είναι ρε παιδιά! Του Γιάννη Μακριδάκη



Δέκα γενιές μαστόροι πίσω μου κι εγώ γίνηκα καλαμαράς. Ούτε καν καλαμαράς, κουμπιά πατούσα όλη μέρα. Φύγε από τη γη, από τη φτώχεια, να πας να γίνεις καπετάνιος, έλεγε ο συχωρεμένος ο παππούς μου στον γιο του, τον πατέρα μου, σήκω φύγε από το χωριό, να μπαρκάρεις, να βγάλεις χρήμα μπόλικο, να κάμεις κι ένα σπίτι καλό στην πολιτεία, να μη φας τη ζωή σου απάνω στα βουνά όπως εγώ, βλέπεις τι τραβώ για να σας θρέψω.

Και πήγε κι έγινε καπετάνιος. Και έβγαλε όλη τη ζωή του μες στη θάλασσα, μα έκαμε σπίτι καλό και είχε άνεση οικονομική, έκαμε και παιδιά, και όχι μόνο τα ‘θρεψε μα τους κουβαλούσε κι όλα τα καλά, τα πιο σύγχρονα επιτεύγματα της τεχνολογίας. Ιδίως σαν ξεμπαρκάριζε από Ιαπωνία ή Σιγκαπούρη.

Να πας να σπουδάσεις, μου λεγε εμένα, να γίνεις άνθρωπος, να μην καταντήσεις σαν κι εμένα, μακριά από τη θάλασσα, μακριά, να μάθεις μια επιστήμη και να ‘χεις δουλειά στεριανή καλή, να βλέπεις τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου κάθε μέρα, όχι όπως εγώ, μία φορά στον χρόνο, έτσι μου λεγε. Και πήγα κι εγώ και σπούδασα. Έγινα προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών. ΚΙ έπιασα ύστερα δουλειά σε εταιρία μεγάλη.

Μακριά από τη γη ο ένας, μακριά από τη θάλασσα ο άλλος, να η κατάντια μου.

Δεν το είχα καταλάβει διόλου στο ξεκίνημα, αλλιώς μού είχανε περάσει τη ζωή μες στον σκληρό μου δίσκο βλέπεις. Μα ύστερα από δυο χρόνια δουλειάς, με καλές αποδοχές δε λέω, αλλά νύχτα με νύχτα στο γραφείο μπροστά στην οθόνη, απόκαμα. Τα ‘βαλα κάτω ένα βράδυ. Σκλάβος ένιωθα.

Νοικιασμένος στην επιχείρηση, με άδεια ένα μήνα κάθε χρόνο σαν φυλακισμένος. Δίχως να έχω χρόνο προσωπικό για να ασκώ ούτε την τέχνη μου τη ζωγραφική που μ’ άρεσε από μικρό παιδί κι όταν έλεγα πως θα γίνω ζωγράφος άστραφτε και βροντούσε ο πατέρας και μου λεγε πως θα πεθάνω στην ψάθα σαν όλους τους. Και πως να παντρευτείς και να κάνεις παιδιά, σκέφτηκα, να τα βλέπεις πότε; Τη νύχτα που θα κοιμούνται;

Έκατσα λοιπόν τότε, στα εικοσιεφτά μου χρόνια, το θυμάμαι σαν τώρα που ‘μαι σαράντα, και το λογάριασα το πράγμα σαν μορφωμένος και γραμματιζούμενος που είχα γίνει πια. Και κατέληξα πως όσα και να βγάζω κάθε μήνα, το βιολί αυτό δεν με συμφέρει. Δεν συμφέρει γενικώς. Ποιος και με πόσα θα μου ξεπληρώσει εμένα τη ζωή που δεν ζω επειδή νοίκιασα το τομάρι μου, έστω και με όρους ευνοϊκούς, για να βγάζω λεφτά;

Λεφτά που είμαι αναγκασμένος να τα δίνω πίσω από κει που τα πήρα, έτσι ώστε να αγοράζω την τροφή, τη διασκέδαση και τη ζωή μου όλη; Ποιος θα μου ξεπληρώσει τη χαμένη μου ελευθερία, τον πρωινό μου ύπνο που πάει χαράμι, τις νύχτες μου που σέρνομαι και δεν είμαι εις θέση ούτε να μιλήσω σε άνθρωπο μονάχα αποβλακώνομαι με τις ώρες μπροστά στην τηλεόραση και βλέπω διαφημίσεις, τις ώρες της μιας και μοναδικής ζωής μου που περνάνε μπρος σε μια οθόνη υπολογιστή;

Να πάω να νοικιαστώ αλλού, σκέφτηκα στην αρχή άτολμα. Με λιγότερη δουλειά και λιγότερες αποδοχές. Πάλι δεν με συμφέρει διότι θα χάσω κι αυτά που έμαθα να έχω, και πάλι δέσμιος θα μαι. Να μπω στο δημόσιο, ψέλλισα κατόπιν. Είναι κι αυτό μια πρόταση. Μόνιμος ο εκμισθωτής μου, δίχως πολλές πολλές απαιτήσεις και με νοίκι σταθερό βρέξει χιονίσει. Μα γιατί; Υπάρχει κάνας λόγος; Αφού όσα και να με πληρώνουν, εγώ τους τα επιστρέφω, είτε για τις ανάγκες μου είτε για τις επιθυμίες, που τις πιο πολλές από αυτές μού τις δημιουργούν οι ίδιοι για να μου τα πάρουν πίσω.

Κατέληξα λοιπόν πως δεν συμφέρει να δουλεύεις για να ζήσεις. Δεν συμφέρει καθόλου. Είναι η πιο οφθαλμοφανώς ασύμφορη συμφωνία την οποίαν όμως, παραδόξως, συνάπτουν με περισσή ευκολία στην ζωή τους οι άνθρωποι γύρω μου διότι έτσι τους μάθανε οι μεγαλύτεροί τους, αυτά τους περάσανε μες στον σκληρό τους δίσκο ως βασικά δεδομένα. Κι ύστερα γκρινιάζουν και περνούν μια ζωή μίζερη ακόμα κι αν, λένε, πως τους αρέσει και τους γεμίζει η δουλειά που κάνουνε. Βαυκαλίζονται κι εγώ τους θεωρούσα ευτυχείς όσους, λίγους, τέτοιους γνώριζα. Το πήρα χαμπάρι κι αυτό κατόπιν. Σαν τα παράτησα όλα.

Σαν πήγα στον προϊστάμενο και παραιτήθηκα, μάζεψα ένα πρωί τα υπάρχοντά μου κι έφυγα, γύρισα πίσω δυο γενιές, να ξαναζήσω στο παλιό κι ερειπωμένο σχεδόν σπίτι του παππού μου στο χωριό. Όλοι μου λέγανε τότε πως είμαι τυχερός που έφυγα από την πόλη. Μα που την είδανε την τύχη; Αφού κάθισα και σκέφτηκα. Τα πήρα από την αρχή και είδα πως το σύστημά μου είχε κολλήσει και πήγαινε ντουγρού προς το αδιέξοδο.

Το πήρα απόφαση κι έκανα ένα μεγαλοπρεπές φορμάτ.

Ξέρω από υπολογιστές, ευτυχώς. Κράτησα ό,τι πληροφορία θα μπορούσε να μου φανεί χρήσιμη απ’ όσες είχα αποθηκεύσει στον σκληρό μου μέχρι εκείνη τη στιγμή, πάτησα το κουμπί κι εξαφάνισα το σύστημα που με είχε γαλουχήσει. Ύστερα εγκατέστησα ένα καινούριο. Δηλαδή το παλαιότερο, εκείνο που είχε ο παππούς μου, αλλά με βελτιώσεις σύγχρονες. Και βρήκα την υγειά μου.

Μονάχα ο πατέρας μου πήγε να σκάσει. Είδα κι έπαθα να σε σπουδάσω, να πας μπροστά στη ζωή σου κι εσύ τα παρατάς όλα και γυρίζεις πίσω; Αντί να προοδεύεις γίνεσαι οπισθοδρομικός; Τι θα πει ο κόσμος; Μάλλον αυτό τον ένοιαξε περισσότερο.

Εγώ όμως δεν άκουγα τίποτα απ’ αυτά. Εϊχα κάνει πλέον το φορμάτ και όσα έλεγε δεν μου ήταν πληροφορίες αναγνωρίσιμες πια. Κι έφυγα.

Πήγα και βρήκα την υγειά μου και τη λευτεριά μου. Βρήκα και τους σπόρους που φύτευε στους κήπους ο παππούς και τους φύλαγε μέσα σ’ ένα ντουλάπι ξύλινο στον βορινό τοίχο.

Κι απελευθερώθηκα από τη νοικιασμένη εργασία, άρχισα να ζω παράλληλα με την οργανωμένη κοινωνία, σαν πουλί, σαν Κότσυφας, σε ένα άλλο σύμπαν, πιο αληθινό, που έχει ελάχιστα σημεία τομής με το προηγούμενο που ζούσα ως άτομο.

Δεν περιμένω πια να μου δώσουνε χαρτιά κάθε τέλος του μήνα για να πάω να τα κάνω τρόφιμα, ποτά και θεάματα. Έχω τα πάντα. Το τραπέζι μου χειμώνα καλοκαίρι γεμάτο, το κελάρι φίσκα, τα θεάματα και τα ακούσματα κάθε μέρα σ’ όλη την πλάση γύρω μου μοναδικά κι ανεπανάληπτα. Άσε που, από τότε που επέστρεψα, ξεκίνησα και να ζωγραφίζω. Λευτερώθηκε η ψυχή μου, βρήκε τον δρόμο της. Και κατεβαίνω μια φορά στο τόσο στην πόλη και τα κάνω έκθεση τα έργα μου. Βγάζω ένα χαρτζιλίκι απ’ αυτά για να πληρώνω όσα, ελάχιστα πια, με συνδέουνε ακόμα με τον “πολιτισμό”.

Και ξαφνικά τσουπ, δεκατόσα χρόνια μετά, να η οικονομική κρίση. Τώρα την είδες ρε πατέρα; Το αδιέξοδο που με τάιζες τόσα χρόνια και μάλιστα με το ιδρώτα σου μέσα στους σκυλοπνίχτες που μπαρκάριζες, δεν το είχες πάρει χαμπάρι ποτέ;

Τώρα μου λένε, κι ο πατέρας μου μαζί με όλους, πως έκανα την πιο καλή κίνηση τότε που έφυγα κι επέστρεψα στη γη. Και πως είμαι πολύ τυχερός που το είδα και πιο πολύ που το τόλμησα. Μα πάλι τυχερός; Πάλι στην τύχη τα ρίχνουνε όλα; Γι αυτό ίσως κάθονται ατάραχοι και βλέπουνε την καταστροφή να έρχεται.

Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό το κακό που συμβαίνει στους ανθρώπους. Ένα φορμάτ είναι ρε παιδιά, μονάχα ένα φορμάτ.

Feb 14, 2012

Εν Αρχή ην το Χάος



Μια νύχτα λοιπόν που το φεγγάρι είχε κατέβει πολύ χαμηλά κι ο θάνατος είχε μπλεγμένα στα δάχτυλά του τούφες απ' τα δικά μου μαλλιά κατηφόρισα να βρώ έναν άνθρωπο.
Είχα χρόνους ν' ακούσω ανθρώπου λαλιά.
Όμως όλοι όσοι ήτανε συναθροισμένοι στην αγορά κράζανε κρα κρα,
κι ακόμα είχανε βάλει πίσω τους κροκοδείλου ουρά.

Έπρεπε
αν ήθελα ακόμα να σωθώ
αν ήθελα ακόμα να ζήσω
να βρω έναν τρόπο να μοιάζω μ' αυτούς
ή κάτι τέλος πάντων, να τους εξευμενίσω.

Έτρεξα λοιπόν γρήγορα γρήγορα κι έβαλα ένα μεγάλου αρχηγού παλτό στρατιωτικό το οποίο ανέσυρα από αριστοκρατικούς εμετούς και πολυετή σκουπίδια.
Δυστυχώς όμως για πολλοστή φορά ήτανε λάθος η κίνηση.
Θεωρήθηκε Ύβρις..
ή για να ακριβολογώ στην γλώσσα των κρα κρα Περιύβριση Στρατιωτικής Αρχής.
Κι αρχίσανε τότε που λέτε με πέτρες να τρέχουν όλοι πίσω μου και τις ουρές στο χώμα να χτυπάνε.

Με βάραινε το παλτό
με βάραινε και το μυαλό
και στάθηκα στη σιωπή
ν' ακούσω τη σιωπή μου

Και φαίνεται -για να τελειώνουν τα παραμύθια παιδιά-
πως πάλι θαύμα έγινε γιατί αόρατη έγινα
κι ενώ μπροστά τους ήμουνα
με ψάχναν όλο πίσω...

                                                                                                                                               
Κατερίνα Γώγου
Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών

Jan 31, 2012

H Aγάπη




Ήταν τρελός για την Ελένη ο Νικόλας. Την είχε γνωρίσει στο μάθημα των computer πάνω που είχε αρχίσει να βαριέται και σκεφτόνταν να κάνει reset και να μην ξαναπατήσει ποτέ. Τότε ήταν που εμφανίστηκε η Ελένη, ντροπαλή στην αρχή και όλο και πιο τσαχπινογαργαλιάρα στην συνέχεια. Και όμως, παρά το γεγονός οτι έδινε την εντύπωση ατόμου-παραλία, κάτι πάνω της φανέρωνε μια υποβόσκουσα σοβαρότητα. Και η αλήθεια ειναι οτι είχε πολύ τσαμπουκά εκεί που χρειαζόνταν και εν ανάγκη σου έριχνε και καμιά λεκτική κλωτσία στ' αρχίδια και έψαχνες τον εγωισμό σου πολλές μέρες μετά. Και αυτό γιατι η Ελένη δεν είχε μεγαλώσει σε διαμέρισμα στον Χολαργό με ΝΟΥΝΟΥ και Κάντυ-Κάντυ, αλλά σε χωριό με κατσικίσιο γάλα (πέτσα, μυρωδιά βυζιού κατσίκας - δεν πίνεται σου λεω) και κλέφτες και αστυνόμους τα καλοκαιρινά βράδια με τα άλλα συνομήλικα τέρατα.

Αυτο τον συνδυασμό στο χαρακτήρα της ήταν που γούσταρε ο Νικόλας, ο οποίος ήταν πιο intellectual κατάσταση. Είχε ασχοληθεί με ποίηση και φιλοσοφία, μετά με τον αποκρυφισμό, μέχρι που φοβήθηκε και τα παράτησε, και ύστερα μετά από ένα μικροπρόβλημα με ναρκωτικά και μια περιστιασιακή σχέση με μια τσιμπουκλού (συγγνώμη, αλλά ήταν) το είχε γυρίσει στο νεοχριστιανισμό και τις παραδοσιακές αξίες. Στην Ελένη λοιπόν ο Νικόλας έβλεπε το ιδανικό που είχε πλάσει στο μυαλό του. Ονειρεύονταν την απόλυτη πνευματική ταύτιση και -κακά τα ψέματα- τα υπερμεγέθη βυζιά της. Άρχισε λοιπόν να την πλησιάζει σιγά-σιγά, να της λέει κρυόκωλα αστεία με τα οποία η Ελένη γέλαγε από ευγένεια, να τη ρωτάει για τα χόμπι της και γενικά να παίζει τον κουραστικό ρόλο που η άδικη κοινωνία έχει επιβάλει τόσο ύπουλα στα αρσενικά μέλη.

Τελικά όμως κατάφερε να της αποσπάσει το τηλέφωνο και τη φράση "πάρε να κανονίσουμε για κανένα καφέ". Ε τι διάολο..!! Τηλέφωνο του έδωσε, εδνιαφέρον έδειχνε, δεν φαίνονταν να υπάρχει τρίτος στην υπόθεση, οπότε ο δρόμος ήταν ανοιχτός!

Τις δυο πρώτες φορές ήταν άτυχος γιατί το τηλέφωνο το σήκωσε ο μπαμπάς, παλιός αστυνομικός στο επάγγελμα και στη νοοτροπία, του οποίου και μόνο η φωνή όταν έλεγε "Εμπρός;!" ήταν αρκετή για να κατεβάσει το ακουστικό όποιος δεν είχει πάρει να μιλήσει στον ίδιο, πόσο μάλλον στην 22χρονη κόρη του. Αντί αυτό όμως να αποθαρρύνει τον Νικόλα, τον πόρωνε ακόμα περισσότερο και τον όπλιζε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα. Η Ελένη είχε κυριεύσει το μυαλό του και καθόριζε τις πράξεις του.

Την τρίτη φορά το σήκωσε η μαμά:
Μ: Παρακαλώ;
Ν: Καλησπέρα... μήπως είναι εκεί η Ελένη;
Μ: (με ανήσυχη φωνή) Ναι, Δημήτρη μου, μισό λεπτό...
Ν: (κλικ)

Ο Νικόλας σήμερα είναι 27 χρονών, αντιμετωπίζει πρόβλημα αλκοολισμού, είναι άνεργος και μισεί όλους τους φαντάρους που υπηρετούν εθελοντικά σε εκστρατευτικά σώματα στο εξωτερικό και έχουν γκόμενες στην Ελλάδα

Κ.Α.
"Κι ύστερα ήρθες και μ' έλυσες"

Υ.Γ. Όλα τα πρόσωπα της παραπάνω ιστορίας είναι φανταστικά. Τα έχω γνωρίσει και είναι γαμώ τα παιδιά σας λέω.