Βγαίνω έξω στον δρόμο. Έχει βρέξει και το χώμα μυρίζει χίλιες δυο λέξεις.
Πρέπει να συμμαζέψω λίγο τις αναμνήσεις μου για να κάνω χώρο για καινούρια σχέδια...
ο καιρός περνάει...
"Άντε ρε κωλόγερε!" λέω στον εαυτό μου. Γέρνει, με κοιτάζει δήθεν πειραγμένος, μετά σκάμε και οι δυο στα γέλια, παίρνουμε τις μνήμες και τα όνειρά μας και κατηφορίζουμε προς την θάλασσα.
Θα ψάξουμε για πλακουτσωτές πέτρες και μετά θα κάνουμε διαγωνισμό ποιος θα κάνει τα περισσότερα γκελ στο νερό, μέχρι να νυχτώσει.
Σήμερα είμαι σε φόρμα. Θα με νικήσω σίγουρα, δεν έχω καμία ελπίδα...
Πήρα βαθιά ανάσα. Ήπια μια τελευταία γουλιά
κρασί και έσκυψα διακριτικά προς το μέρος της γυναίκας μου:
"Αγάπη μου, ποιο
είναι αυτό το μαύρο αγοράκι που κάθεται στα αριστερά μου;" ρώτησα.
Η Ελεάνα κοίταξε στα δεξιά
της, δήθεν να βεβαιωθεί ότι μιλάμε για το ίδιο πρόσωπο, και ύστερα είπε:
"Μα δεν θυμάσαι
τον Λίο, αγάπη μου; Τον γιο σου;... Αχ θεέ μου, τι ζημιά έχει πάθει το κεφάλι
σου, μωρό μου;"
Έγειρα πίσω. Σκέφτηκα
τα δεδομένα για μια στιγμή.
Έσκυψα ξανά διακριτικά
μπροστά και είπα χαμηλόφωνα και γλυκά:
"Αγάπη μου, το παιδί
είναι μαύρο και εμείς λευκοί. Μήπως μου κρύβεις κάτι, θησαυρέ μου;"
Η Ελεάνα αποφάσισε να
τα παίξει όλα για όλα. Με τον ίδιο ακριβώς τόνο στη φωνή της, συνέχισε:
"Μα δεν θυμάσαι ότι
πριν από το χτύπημα ήσουν μαύρος, αγάπη μου;... Αχ θεέ μου, τι ζημιά έχει πάθει
το κεφ..."
Σηκώθηκα απότομα και
η Ελεάνα κατάπιε τη συνέχεια της φράσης της αμάσητη.
Εμείς οι ευαίσθητοι άνθρωποι
έχουμε τα εξής δύο χαρακτηριστικά:
1) Αποφεύγουμε να δημιουργούμε
εντάσεις και εσωτερικεύουμε κάθε αρνητική κατάσταση, με αποτέλεσμα να μας χαρακτηρίζει
μεν διακριτικότητα και χαμηλοί τόνοι.., να πεθαίνουμε όμως από καρκίνο λίγο μετά
τα πενήντα
2) Όχι όμως να μας περνάνε
και για μαλάκες....
Κωστάκης Αναν, Η Τελική Λήθη (Δε Φάιναλ Θολούθιον)
...
κι έκλαιγα νερό. Νερό πολυ.
Κι όσο νερό έβγαλα
νερό δεν είχε για μένα
στέρεψα -λέπια- γοργόνα έγινα
κι ο άνθρωπος φοβήθηκε ακόμα πιο πολύ...
Κι όταν τα μάτια άνοιξα
και πλάι και γύρω και παντού
μεγάλη λίμνη έγινε
που πλέανε αιωνόβια μικρούτσικα ανθάκια
...νύχτωνε στον ουρανό..
και σε δυό περίεργα σύννεφα
που ακίνητα τρέχαν
εγώ ανάμεσα σε δυό διάτρητούς "ληστές"
στα φώτα σταυρωμένη
μπορεί δίκαια...
προκάλεσα με πάθος τη ζώη.
Ασέβησά δύο φορές γιατί τους ήξερα τους Νόμους.
Ασκήσα την όραση για μακριά
κι έχασα τα κοντινά μου
τώρα
πληρώνω με ντροπή
τυφλή
χωρίς σκυλί
χωρίς ραβδί
διαβαίνω αναμεσά σας
Εσύ!
Εσένα που αγάπησα.
Κοίτα άμα πιείς κι όπως πάντα μεθύσεις
μην πείς ποτέ πως μ'αγάπησες
δε θ'αφηνες να γίνω πλατανόφυλλο
σε ξεροπόταμους να πλέω...
Τώρα μη. Μη με σταματάς.
Τώρα κι εδώ για πάντα και παντού.
Ονειρεύομαι ελευθερία.
Μέσα απ' του καθένα την πανέμορφη ιδιαιτερότητα
ν' αποκαταστήσουμε του Σύμπαντος την Αρμονία.
Ας παίξουμε. Η γνώση είναι χαρά.
Δεν είναι επιστράτευση απ' τα σχολεία
Ονειρεύομαι γιατί αγαπώ.
Μεγάλα όνειρα στον ουρανό.
Εργάτες με δικά τους εργοστάσια συμβάλουν στην παγκόσμια σοκολατοποιία.
Ονειρεύομαι γιατί ΞΕΡΩ και ΜΠΟΡΩ.
Οι τράπεζες γεννάνε τους «ληστές».
Οι φυλακές τους «τρομοκράτες»
Η μοναξιά τους «απροσάρμοστους».
Το προϊόν την «ανάγκη»
Τα σύνορα τους στρατούς
Όλα η ιδιοχτησία.
Βία γεννάει η Βία.
Μη ρωτάς. Μη με σταματάς.
Είναι τώρα ν' αποκαταστήσουμε του ηθικού δικαίου την υπέρτατη πράξη.
Να κάνουμε ποίημα τη Ζωή.
Και τη Ζωή πράξη.
Είναι ένα όνειρο που μπορώ μπορώ μπορώ
...σ΄αγαπώ
και δεν με σταματάς δεν ονειρεύομαι. Ζω.
Απλώνω τα χέρια
στον Ερωτά στην αλληλεγγύη στην Ελευθερία.
Όσες φορές χρειαστεί κι απ' την αρχή.
Υπερασπίζομαι την αναρχία.
Και να πεθαινε αυριο καμια δυο δισεκατομμυρια κοσμος, μπορει και να μη μ'ενοιαζε, μπορει και να μ'ενοιαζε, δεν ξερω, παντως αν πεθαινα εγω δεν θα ενοιαζε κανεναν, εδω που τα λεμε εχω πεθανει, οποτε τι εχω να χασω;
Τα μπαρ τα συνοικιακα με τα ποτα απο αργο πετρελαιο και τους ηλιθιους στην πορτα; «Πρεπει να συνοδευεστε», τι λε ρε;
Εγω ειμαι μονος μου, δεν θελω συνοδειες, δεν θελω κηδειες, θελω μονο να εισαι καπου και να ξερω οτι μ'αγαπας, αγαπας, αγαπας, αγαπας, αγαπας, απιστευτη λεξη και μαλιστα χωρις προφυλαξεις, ομως εισαι εκει; αν εισαι, θα σε βρω, εκατο τα εκατο, χιλια τα εκατο, και θα ειμαστε μαζι και θα περναμε καλα και λοιπα και λοιπα και λοιπα.
Και μετα ξυπνησα, μεσα στον υπνο μου. Δεν υπαρχουν ονειρα.
..listen. He said that if they dug his father's body up, it would be gone. They planted a seed over his grave. The seed became a tree. Moses said his father became a part of that tree. He grew into the wood, into the bloom. And when a sparrow ate the tree's fruit, his father flew with the birds. He said... death was his father's road to awe. That's what he called it. The road to awe.
Asleep is the rose, in tired innocence dreaming time away. Secure in the comfort of slumbers faint embrace. Blissfully ignorant, unaware of the imminence. Recurring memories emerge from the deep of old secrets unforgotten sleep. They sink beneath the surface just long enough for you to breathe. Then return to choke you when you wake up alone. Shredded inside there's one place left to turn. A long-term problem, a temporary remedy, but fuck it all anyway you can pretend to be happy. So many years of pathetic lies, empty promises and unfulfilled dreams are scattered like dust into the winds. Looking for the sun that eclipsed behind black feathered wings. Tomorrow never comes, there was only ever one day but now it's too late.